Η λειτουργία του τοπίου ως locus amoenus, χαρακτηρίζει την τέχνη και τη λογοτεχνία μετά την Αναγέννηση, ιδιαίτερα όταν το τοπίο αποτελεί πλέον αυτόνομο θεματικό κύκλο στις εικαστικές τέχνες και καθώς η παρουσία του ειδυλλιακού τόπου ήδη από τον 18ο αιώνα καταλαμβάνει σταθερή θέση στα λογοτεχνικά κείμενα. Το ποιητικό κείμενο και το εικαστικό έργο αποκτούν τα χαρακτηριστικά του ιδανικού τόπου, όπου συναντώνται ο ποιητής, ο αναγνώστης, ο ζωγράφος και ο θεατής. Στον νεότερο ελληνικό χώρο, τα χαρακτηριστικά του ειδυλλιακού τοπίου, της Αρκαδίας του δημιουργού, σφραγίζουν το έργο των ποιητών και των ζωγράφων της γενιάς του 1930, οι οποίοι συγκλίνουν ως προς τη λειτουργία του παραδείσιου τόπου, ως συμβόλου, ως μεταφυσικού και υπαρξιακού πλαισίου, ως υπερρεαλιστικής εικόνας. Το τοπίο λειτουργεί στους εικαστικούς καλλιτέχνες ως βασικός άξονας πλαστικών αναζητήσεων, ενώ στους ποιητές η αναζήτηση τοποθετείται στο πλαίσιο της γλωσσικής αναζήτησης και της δημιουργικής απεικόνισης μέσω του ποιητικού λόγου. Οι πέντε βασικοί ποιητές της γενιάς του 1930, Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Εμπειρίκος και Εγγονόπουλος, και αρκετοί από τους ζωγράφους της γενιάς αυτής, στους οποίους τα έργα με θέμα το τοπίο κρατούν σημαντική θέση, όπως οι Γκίκας, Παπαλουκάς, Στέρης, Βασιλείου, Τσαρούχης και Νικολάου, αναζητούν τους συμβολισμούς του τοπίου, του τερπνού τόπου, είτε αυτός συμπίπτει με τις αναζητήσεις τους για την έκφραση της ελληνικότητας είτε αποτελεί την ευρύτερη πραγμάτωση των συμβολιστικών και μεταφορικών τους απεικονίσεων.