Η κατάθλιψη της τρίτης ηλικίας αποτελεί μια ιδιαίτερα σοβαρή ασθένεια, η οποία έχει σημαντικές επιπτώσεις στη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα των ηλικιωμένων. Το 15%-30% των ηλικιωμένων ασθενών της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας εμφανίζει καταθλιπτική συμπτωματολογία. Μόνο το 30% αυτού του ποσοστού τελικά διαγιγνώσκεται με κατάθλιψη και ένα μικρότερο ποσοστό λαμβάνει την κατάλληλη θεραπεία. Η αναγνώριση της νόσου στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα. Συγκεκριμένοι παράγοντες οι οποίοι σχετίζονται με τον ασθενή, με την οικογένειά του και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα επηρεάζουν την αναγνώριση της νόσου. Η απόδοση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων στο γήρας και στις φυσιολογικές μεταβολές που αυτό συνεπάγεται, η άρνηση, το στίγμα και οι προκαταλήψεις που συνοδεύουν την ψυχική ασθένεια, αλλά και η άγνοια και η ελλιπής εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας είναι μερικοί από τους παράγοντες που εμποδίζουν τη διάγνωση της νόσου. Επίσης σημαντικό ρόλο παίζει και η συν- νοσηρότητα της κατάθλιψης με οργανικές νόσους. Διάφορες ασθένειες σχετίζονται με την κατάθλιψη είτε ως αίτιο είτε ως αποτέλεσμα: π.χ. οι νεοπλασίες, τα καρδιολογικά νοσήματα, οι νεφρικές και οι νευρολογικές παθήσεις. Οι συνέπειες για τον ηλικιωμένο είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Η κατάθλιψη ευθύνεται για την επιβάρυνση της ποιότητας ζωής του και τα αυξημένα ποσοστά αυτοκτονιών που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια. Συγκεκριμένες παρεμβάσεις μπορεί να βελτιώσουν την ανίχνευση της νόσου. Η οργάνωση κοινοτικών προγραμμάτων ενημέρωσης των συγγενών και των ασθενών. Η ύπαρξη εκπαιδευτικών προγραμμάτων για τους επαγγελματίες υγείας και η χρήση διαγνωστικών οδηγών αποτελούν αντιπροσωπευτικά μέτρα πρόληψης. Ο ρόλος του ψυχιατρικού νοσηλευτή είναι ιδιαίτερα σημαντικός και αφορά στην αναγνώριση της ασθένειας, στην ενημέρωση των συγγενών και στη στήριξη και παρακολούθηση του ασθενούς.
Late-life depression is a particularly serious illness, which has significant consequences with regard to morbidity and mortality. A significant percentage (15%-30%) of elderly patients in Primary Health Care shows depressive symptoms. Only the 30% of this ratio is finally diagnosed as depressive and only a minor proportion receives appropriate treat¬ment. Levels of recognition of depression are very low. Specific factors that relate to the patient, the patient's family and the Primary Health Care, interfere with recognition of this disorder. Relating depressive symptoms with old age and all natural changes resulting from it, denial, stigma, and pre-judices accompanying this psychiatric illness, as well as ignorance and lack of education of health professionals, are some of the factors which inhibit the illness diagnosis.
Another important factor is the co- morbidity of de¬pression with other physical illnesses. Several di¬seases are related to depression either as a cause or a result; such as neoplastic, cardiological, kidney or neurological diseases.
The consequences for the elderly are very impor¬tant. Depression is responsible for the deterioration of life quality as well as for the increasing suicide numbers observed in recent years. Specific inter¬ventions may improve the detection of the disorder. The establishment of educational programs for health professionals and the usage of diagnostic tools, represent measures of prevention. The role important, consists on the identification of the relatives and the support and follow up of the patient.