The Rio-Antirio represents geomorphologically a sill with depth ~60 m, lying in between the Gulf of Patras (maximum depth of 120 m) and the Bay of Nafpaktos (some 100 m of water depth) that is connected to the western part of the Corinth Gulf. The waters in late spring (June) appear to be more clear as optical transmittance values vary between 70% and 95% (approximately 0,5-3 mg/l), while in late autumn (December) these values vary between 55% and 85% (approximately 1,5-5 mg/l). Furthermore, the distribution of particulate matter is influenced by the river influx (higher in autumn) and the overall hydrography of the area which includes the exchange of the Ionian Sea and Gulf of Corinth water masses (through the Rio-Antirio strait and mixed within the Nafpaktos Bay) and the associated current activity.
Η περιοχή του στενού Ρίου-Αντιρρίου που αντιπροσωπεύει ουσιαστικά το ρηχόκατώφλι (περίπου 60 µ) µεταξύ του δυτικού Κορινθιακού Κόλπου (βάθη >300 m) καιειδικότερα του όρµου της Ναυπάκτου (βάθη ~100 m) και του σχετικά ρηχότερουΠατραϊκού Κόλπου (βάθη ~120 m). Το στενό χαρακτηρίζεται από ισχυρά ρεύµατα πουξεπερνούν ακόµη και το 1 m/s, ενώ η ευρύτερη περιοχή δέχεται τις εισροές απόποτάµια (Στερεά Ελλάδα) και ποταµοχείµαρρους (Πελοπόννησος). Με βάση τιςµετρήσεις θολεροµέτρου, τα νερά είναι πιο διαυγή στο τέλος της άνοιξης(αιωρούµενο υλικό 0,5-3 mg/l) ενώ στο τέλος του φθινοπώρου έχουν υψηλότερεςτιµές (1,5-5 mg/l). Τόσο η οριζόντια όσο και η κατακόρυφη κατανοµή τηςθολερότητας επηρεάζεται από την παροχή των ποταµών σε αιωρούµενο υλικό (εδώεπικρατούν οι ποταµοχείµαρροι των Πελοποννησιακών ακτών έναντι των πολόυµεγαλύτερων αλλά σήµερα φραγµένων ποταµών του Εύηνου και Μόρνου της ΣτερεάςΕλλάδας), και της γενικότερης κυκλοφορίας νερών, η οποία σχετίζεται µε τηνανταλλαγή των θαλασσίων µαζών του Iονίου Πελάγους και αυτών του Κορινθιακούκόλπου, µε τα δεύτερα να έχουν υψηλότερες τιµές (2-3 mg/l) αιωρούµενου υλικού. Μάλιστα µέσω της κατανοµής των ισοπληθών καµπυλών φαίνεται ότι τα µεν Ιόνια νεράκαταλαµβάνουν το σύνολο του Πατραϊκού Κόλπου και εισέρχονται στον Κόλπο τηςΝαυπάκτου, µέσω του στενού Ρίου-Αντιρρίου , όπου και συναντώνται µε τα νερά τουΚορινθιακού κόλπου. Κάποια από αυτά στη συνέχεια φαίνεται να εξέρχονται προςτον Πατραϊκό από την πλευρά του Αντίρριου και να συµµετέχουν στην κυκλωνικήκυκλοφορία που αναπτύσσεται σε αυτόν. Τέλος τις µεγαλύτερες συγκεντρώσειςαιωρούµενου υλικού της συναντάµε στο νοτιοανατολοικό τµήµα του Πατραϊκού, κοντάστον πυθµένα του κόλπου της Ναυπάκτου, λόγω της δράσης ισχυρών ρευµάτων, αλλά και κοντά στα στόµια των ποταµών της Αιγιαλείας (Πελοποννήσου).