Σκοπός: Έχει προηγουμένως προταθεί στη βιβλιογραφία, ο ρόλος ενός «πλακουντιακού ρολογιού» που
μπορεί να καθορίσει τη διάρκεια της κύησης. Αυτός ο ρυθμιστικός παράγοντας συσχετίζεται με την πλακουντιακή έκκριση CRH και ενεργοποιείται σε μία πρώιμη φάση της κύησης. Η ουροκορτίνη αποτελεί ένα μόριο που
συνδέεται στον υποδοχέα του CRF που εκφράζεται στην τροφοβλάστη, αλλά και στους εμβρυικούς υμένες.
Ο στόχος της μελέτης είναι η διερεύνηση της πιθανότητας οι συγκεντρώσεις της ουροκορτίνης στο αμνιακό
υγρό του δευτέρου τριμήνου της κύησης να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως προγνωστικός δείκτης πρόωρου
τοκετού.
Μέθοδος: Μετρήθηκαν οι συγκεντρώσεις της ουροκορτίνης στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης
σε 41 γυναίκες που γέννησαν πρόωρα και σε 41 γυναίκες που γέννησαν φυσιολογικά χρησιμοποιώντας ανοσοιστοχημικές μεθόδους. Στη στατιστική ανάλυση των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε conditional logistic regression
analysis.
Αποτελέσματα: Η μέση τιμή των συγκεντρώσεων της ουροκορτίνης στις γυναίκες που γέννησαν πρόωρα
ήταν 1,55+/-0,63 ng/ml, ενώ στις γυναίκες που γέννησαν φυσιολογικά ήταν 1,52+/-0,43 ng/ml (διάμεσος τιμή:
1,42 ng/ml, με εύρος 0,47-3,87 ng/ml έναντι 1,46 ng/ml, με εύρος 0,79-2,39 ng/ml, αντιστοίχως). Επιπρόσθετα,
δεν ανευρέθηκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση των συγκεντρώσεων της ουροκορτίνης ανάμεσα σε γυναίκες
που γέννησαν πρόωρα με πρόωρη ρήξη των εμβρυικών υμένων και στις γυναίκες που γέννησαν φυσιολογικά.
Συμπέρασμα: Η ουροκορτίνη που μετράται στο αμνιακό υγρό του δευτέρου τριμήνου της κύησης δεν μπορεί
να χρησιμοποιηθεί για την πρόγνωση του πρόωρου τοκετού ή της πρόωρης ρήξης των εμβρυικών υμένων.