Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) είναι μια πάθηση του πνεύμονα
που χαρακτηρίζεται από χρόνια απόφραξη των αεροφόρων οδών, η οποία δεν
είναι πλήρως αναστρέψιμη. Παρά το γεγονός ότι αποτελεί μείζον, παγκόσμιο
πρόβλημα δημόσιας υγείας, η διαμόρφωση πολιτικών υγείας που σχετίζονται
με την πρόληψη, την πρώιμη διάγνωση και την παρέμβαση, ως αποτέλεσμα της
συνεχιζόμενης εκπαίδευσης, των ιατρών της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας
(ΠΦΥ) και της συνεργασίας των δομών του συστήματος υγείας, μπορεί να αποτελέσει έναν καλό τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος. Για την ανάληψη
τέτοιου είδους πρωτοβουλιών, στη χώρα μας, είναι απαραίτητο να ληφθούν
υπόψη οι ιδιομορφίες της λειτουργίας του Εθνικού μας Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ).
Αυτές σχετίζονται με γεωγραφικές παραμέτρους αλλά και με εγγενείς αδυναμίες
του ίδιου του συστήματος και ως εκ τούτου καθίσταται αναγκαία η διασφάλιση
της υψηλής ποιότητας στην παροχή υπηρεσιών στο πλαίσιο της ΠΦΥ. Υπάρχουν
εφικτοί τρόποι στην ανίχνευση των εκπαιδευτικών αναγκών και στην επίτευξη
μετρήσιμων αποτελεσμάτων, των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που μπορούν
να εφαρμοστούν, ως απόρροια αυτών, σχετικά με τη ΧΑΠ στη Γενική Ιατρική.
Η οργάνωση εντατικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων στους ιατρούς της ΠΦΥ
που υπηρετούν σε αγροτικές και απομονωμένες περιοχές φαίνεται ότι δεν είναι
πολύπλοκες και δε στερούνται αποτελεσματικότητας όσον αφορά στη βελτίωση
της γνώσης των εκπαιδευομένων. Παρόλα αυτά, λιγότερα και ασαφή δεδομένα
υπάρχουν στο κατά πόσο η εν λόγω εκπαιδευτική εμπειρία μπορεί να μεταφραστεί
σε υπηρεσίες που θα βελτιώνουν την ποιότητα ζωής των ασθενών. Προκειμένου
να καταστεί εφικτή η επιτυχής διεξαγωγή ανάλογων εγχειρημάτων με στόχο την
άντληση περισσότερης και εγκυρότερης πληροφορίας, καθώς και της βελτίωσης της γνώσης των ιατρών και της ποιότητας ζωής των ασθενών είναι αναγκαία η
υιοθέτηση κινήτρων συμμετοχής στην έρευνα, ως προτεραιότητα ενός συστήματος υγείας που θα επενδύει στην υψηλή ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών.
Chronic Obstructive Lung Disease (COPD) is a chronic lung disease that causes limitation in lung airflow that is not fully reversible.
As it is a major, global public, health problem the implementation of health policies related to the prevention, early
diagnosis and intervention, through the continuing education of doctors in primary health care (PHC), with the cooperation of
the health system, could be a good method of managing this problem. For such initiatives to be taken in Greece it is necessary
to take into account the special features of the local health care system. These are related to both geographical parameters and
intrinsic weaknesses in the system itself, which raise obstacles to the provision of the necessary high quality health services
within primary health care. It should be feasible, however, to detect training needs and to achieve measurable results in the
investigation and treatment of COPD in general practice. There is evidence that the organization of intensive educational programmes
for primary care physicians serving in remote rural areas is not complicated or lacking in effectiveness in improving
the knowledge of trainees. Documentation on whether this learning experience can be translated into services that improve
the quality of life of patients with COPD is scarcer and inconclusive. Incentives are needed for participation in research aimed
at acquiring more accurate information in order to achieve improvement in the knowledge about COPD of doctors in primary
care and subsequently in the quality of life of their patients. This could be a priority of a health care system that promotes
investigation aiming for high quality health care services.