Σύμφωνα με ελληνικά και διεθνή ερευνητικά δεδομένα, η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ) εκδηλώνεται στα δύο φύλα με αναλογία που κυμαίνεται από 3:1 - 9:1 σε βάρος των αγοριών, ανάλογα με τη χρήση κοινοτικού ή κλινικού δείγματος (American Psychiatric Association, 1987; Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002). H διαφορά αυτή έχει αποδοθεί: α) στην ύπαρξη διαφορετικών προδιαθεσιακών νευροβιολογικών παραγόντων στα δύο φύλα, β) στη χρήση διαφορετικών πρακτικών κοινωνικοποίησης σε αγόρια και κορίτσια, γ) στην ανεπάρκεια των σύγχρονων διαγνωστικών κριτηρίων τα οποία δεν λαμβάνουν υπόψη το ρόλο του φύλου, και δ) στη συχνότερη παραπομπή των αγοριών με ΔΕΠ-Υ σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας, λόγω των συχνότερων προβλημάτων συμπεριφοράς που απασχολούν τους γονείς και τους δασκάλους τους. Στην παρούσα εισήγηση προτείνεται ένα ερμηνευτικό μοντέλο, το οποίο επιχειρεί το συγκερασμό των επικρατέστερων από τις παραπάνω προσεγγίσεις. Παρουσιάζονται επίσης σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα από τον ελλαδικό χώρο, τα οποία στηρίζουν την άποψη ότι οι αντιλήψεις των φορέων κοινωνικοποίησης σχετικά με την προσδοκώμενη συμπεριφορά αγοριών και κοριτσιών ενδέχεται να οδηγούν σε πρακτικές κοινωνικοποίησης οι οποίες διευκολύνουν τα κορίτσια με ΔΕΠ-Υ να ασκούν μεγαλύτερο αυτοέλεγχο, με αποτέλεσμα την περιορισμένη εκδήλωση των εξωτερικευμένων συμπτωμάτων της διαταραχής, και –επομένως – την υποδιάγνωση της ΔΕΠ-Υ στα κορίτσια.