Η ταξινόμηση του τραυλισμού ως διαταραχή του λόγου και της ομιλίας δικαιολογεί συνήθως την αντιμετώπισή του με κλασικές μεθόδους λογοθεραπείας. Στην κλινική πράξη, διαπιστώνεται ωστόσο ότι ο τραυλισμός συνυπάρχει συχνά με συμπτώματα διαταραχών άγχους, όπως τικς, φοβίες, εμμονές, κ.ά. Επιπλέον, σύμφωνα με τις πιο σύγχρονες θεωρίες, η πεποίθηση που διαμορφώνει το άτομο ότι θα τραυλίσει σε δεδομένες στιγμές, το οδηγεί σε έντονη προσπάθεια αποφυγής του τραυλισμού, η οποία αυξάνει το άγχος και καταλήγει συνήθως στην πιο έντονη εκδήλωση τραυλισμού (Bloodstein, 1995). Στόχος της παρούσας εισήγησης είναι η παρουσίαση μιας νέας θεωρητικής προσέγγισης του τραυλισμού, η οποία εστιάζει στην παθογένεσή του, με προεκτάσεις για τη θεραπευτική αντιμετώπιση. Λαμβάνοντας υπόψη τις σύγχρονες ερμηνείες του τραυλισμού, την συνύπαρξή του με συμπτώματα διαταραχών άγχους και την περιορισμένη αποτελεσματικότητα της κλασσικής λογοθεραπείας, φαίνεται ότι η ταξινόμησή του τραυλισμού ως διαταραχή του λόγου και της ομιλίας δυσχεραίνει τους ειδικούς. Κατά την εκτίμησή μας, ο τραυλισμός αποτελεί σύμπτωμα διαταραχών άγχους και η αντιμετώπισή του θα πρέπει να βασίζεται σε ανάλογες ψυχοθεραπευτικές μεθόδους. Η εκτίμηση αυτή εντάσσεται στα ευρύτερα πλαίσια της άποψης ότι τόσο η ταξινόμηση όσο και η αντιμετώπιση των ψυχικών διαταραχών πρέπει να βασίζονται στη θεώρηση του ειδικού για την παθογένεση και όχι τη φαινομενολογία τους.