Παλαιότερα, όταν κάποιο παιδί αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του σχολείου, συχνά οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί επαναπαύονταν στην διαπίστωση ότι το συγκεκριμένο παιδί «δεν παίρνει τα γράμματα». Στις μέρες μας όμως τόσο οι γονείς όσο και οι εκπαιδευτικοί ολοένα και συχνότερα αναζητούν τα αίτια που μπορεί να δημιουργούν στο παιδί μαθησιακές δυσκολίες (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2000). Έχει διαπιστωθεί ότι πολλά από τα παιδιά τα οποία προσέρχονται για διάγνωση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας παραπέμπονται από εκπαιδευτικούς (Kakouros et al 1996). Το γεγονός αυτό αντανακλά την ικανότητα των εκπαιδευτικών να αναγνωρίζουν τις περιπτώσεις όπου οι επιδόσεις ενός παιδιού μπορεί να είναι αποτέλεσμα κάποιας ειδικής δυσκολίας και όχι απλά της ανεπαρκούς προσπάθειάς του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του σχολείου. ?λλες φορές, παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες φτάνουν σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας μετά από πρωτοβουλία των ίδιων των γονέων. Υπάρχουν όμως ακόμη πολλά παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες τα οποία δεν φτάνουν ποτέ σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας για διάγνωση. Μέσα από πρόσφατες έρευνες οι οποίες έχουν διεξαχθεί τόσο στην χώρα μας όσο και στο εξωτερικό, έχει διαπιστωθεί πως η αναζήτηση βοήθειας από υπηρεσίες ψυχικής υγείας σχετίζεται με την εκτίμηση των γονέων και των εκπαιδευτικών ως προς την ικανότητά τους να μπορέσουν να βοηθήσουν οι ίδιοι το παιδί με τις μαθησιακές δυσκολίες (Kakouros, et al. 2004). Στην παρούσα εισήγηση συζητούνται οι δυνατότητες έγκαιρης διάγνωσης και η αναγκαιότητα της συνεργασίας των υπηρεσιών ψυχικής υγείας με τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς στην προσπάθεια αντιμετώπισης των μαθησιακών δυσκολιών. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην συμβολή του εκπαιδευτικού τόσο στην αναγνώριση των μαθησιακών δυσκολιών όσο και στην αντιμετώπισή τους.