Σύμφωνα με διεθνή και ελληνικά ερευνητικά δεδομένα, η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής / Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ/Υ) εκδηλώνεται στα δύο φύλα με αναλογία που κυμαίνεται από 3:1 - 9:1 σε βάρος των αγοριών, ανάλογα με τη χρήση κοινοτικού ή κλινικού δείγματος (American Psychiatric Association, 1987; Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002; Szatmatri et al., 1989). H διαφορά αυτή έχει αποδοθεί: α) στην ύπαρξη διαφορετικών προδιαθεσιακών νευροβιολογικών παραγόντων στα δύο φύλα, οι οποίοι καθιστούν τα αγόρια πιο ευάλωτα στην εκδήλωση της διαταραχής, β) στη χρήση διαφορετικών πρακτικών κοινωνικοποίησης στα δύο φύλα, με αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση της ικανότητας ελέγχου της υπερκινητικής και παρορμητικής συμπεριφοράς από αγόρια και κορίτσια, γ) στην ανεπάρκεια των σύγχρονων διαγνωστικών κριτηρίων, τα οποία δεν λαμβάνουν υπόψη το ρόλο του φύλου και ενδέχεται να οδηγούν στην υποδιάγνωση στις περιπτώσεις των κοριτσιών με ΔΕΠ-Υ, και δ) στη συχνότερη παραπομπή των αγοριών με ΔΕΠ-Υ σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας, λόγω των δευτερογενών συμπτωμάτων της ΔΕΠ-Υ (όπως τα προβλήματα συμπεριφοράς), τα οποία απασχολούν συχνότερα γονείς και δασκάλους στις περιπτώσεις των αγοριών. Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται εκτενής ανασκόπηση των παραπάνω προσεγγίσεων και ταυτόχρονα παρουσιάζονται σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα τα οποία στηρίζουν την άποψη ότι οι αντιλήψεις των φορέων κοινωνικοποίησης σχετικά με την προσδοκώμενη συμπεριφορά αγοριών και κοριτσιών, η οποία βασίζεται στις κοινωνικές αντιλήψεις για το ρόλο του κάθε φύλου, ενδέχεται να οδηγούν σε πρακτικές κοινωνικοποίησης οι οποίες διευκολύνουν τα κορίτσια να ασκούν μεγαλύτερο αυτοέλεγχο, με αποτέλεσμα την περιορισμένη εκδήλωση των συμπτωμάτων της ΔΕΠ-Υ, όταν αυτή υπάρχει. Συζητούνται επίσης οι επιπτώσεις της υποδιάγνωσης της ΔΕΠ/Υ στην αναπτυξιακή πορεία των κοριτσιών και ο ρόλος των παιδαγωγών και των ειδικών της ψυχικής υγείας στην προσπάθεια αντιμετώπισης αυτού του φαινομένου.