Η θεραπευτική χρήση της ήπιας υποθερμίας για πρώτη φορά αναφέρεται το 450 π.Χ. από τον Ιπποκράτη. Έκτοτε, το 1943 εφαρμόστηκε για πρώτη φορά σε ασθενή με κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Βάσει ερευνών, οι ευεργετικές εγκεφαλικές συνέπειες της ήπιας υποθερμίας μπορούν να βελτιώσουν την έκβαση των ασθενών με σοβαρή κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Διαπιστώθηκε ότι η υποθερμία μειώνει την εγκεφαλική κατανάλωση οξυγόνου κατά 45% περίπου και βελτιώνει τη σχέση παροχής και κατανάλωσης οξυγόνου στον εγκέφαλο και κατά συνέπεια μειώνει την εγκεφαλική ισχαιμία. Επίσης, θεωρείται ότι είναι υπεύθυνη για τη μείωση της ενδοκράνιας υπέρτασης. Οι κλινικές μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί, έδειξαν ότι η υποθερμία μειώνει το ρυθμό του μεταβολισμού και βελτιώνει την ανοχή των ισχαιμικών επεισοδίων του εγκεφάλου. Σκοπός της μελέτης αυτής ήταν η αξιολόγηση της χρησιμότητας ή μη της εφαρμογής της ήπιας υποθερμίας σε ασθενείς με κρανιοεγκεφαλική κάκωση, έχοντας προηγουμένως προβεί σε μια ευρεία ανασκόπηση όλων των σχετικών έως και σήμερα κλινικών μελετών. Συμπερασματικά, η χρήση της ήπιας υποθερμίας για 24–48 ώρες σε ασθενείς με σοβαρές τραυματικές εγκεφαλικές κακώσεις και κλίμακα Γλασκώβης 5–8, βοηθάει τη νευρολογική αποκατάστασή τους και βελτιώνει την έκβαση της θεραπείας τους. Προκειμένου, όμως, οι δυνητικές επιπλοκές της μεθόδου να διαπιστώνονται άμεσα, απαιτείται η παρακολούθηση από εξειδικευμένο προσωπικό. Τέλος, εφαρμογή της ήπιας υποθερμίας ως θεραπείας σε ασθενείς με κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, προϋποθέτει τη διενέργεια καλοσχεδιασμένων μελετών σε ευρύτερο πληθυσμό ασθενών.