Οι βιβλιοθήκες είναι σε μια μεταβατική περίοδο από το συμβατικό στο ψηφιακό περιεχόμενο και δεν έχουν ακόμα αναπτύξει κοινές πολιτικές για το ψηφιακό περιεχόμενο. Αυτό εμποδίζει τη συνεργασία και διαλειτουργικότητα των βιβλιοθηκών, περιορίζοντας τη χρησιμότητα των υπηρεσιών τους. Οι συμβατικές πολιτικές δεν αντιστοιχούν άμεσα, αλλά έμμεσα, στις ψηφιακές και έχουν διαφορές που οφείλονται κυρίως στις ιδιότητες, εύκολης αντιγραφής και αναπαραγωγής, του ψηφιακού περιεχομένου. Εξετάζουμε τη λειτουργική διασύνδεση των συμβατικών και ψηφιακών πολιτικών πρόσβασης, αναπαραγωγής, δανεισμού, διαδανεισμού κ.τ.λ. Αντιστοιχούμε και συγκρίνουμε τις συμβατικές και ψηφιακές πολιτικές των συλλογών δέκα πρωτοπόρων ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών παγκοσμίως, καταδεικνύοντας τις ομοιότητες, τις διαφορές, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους. Για τη σύγκριση αυτή, χρησιμοποιούμε συλλογές που είναι παράλληλα συμβατικές και ψηφιακές. Απαντούμε στα ερωτήματα, αν οι ψηφιακές πολιτικές αποτελούν μετάλλαξη των συμβατικών ή νέα κατάσταση, αν είναι πιο ελεύθερες ή περιορίζονται, όπως οι συμβατικές, από παράγοντες, όπως, η πνευματική ιδιοκτησία κ.τ.λ. Τέλος, προτείνουμε ένα μοντέλο πολιτικών πρόσβασης, αναπαραγωγής και χρήσης του ψηφιακού περιεχομένου των ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών, σε σχέση με παράγοντες, όπως, ο τύπος περιεχομένου, η μέθοδος πρόσκτησης, η πνευματική ιδιοκτησία κ.τ.λ. Το μοντέλο, ενσωματώνει ήδη υπάρχουσες πρακτικές, αλλά και καινούργιες πολιτικές, που δεν έχουν εφαρμοστεί και που μπορούν να δώσουν λύσεις στα προβλήματα διαχείρισης της ψηφιακής πληροφορίας και γνώσης.