Σκοπός της μελέτης αυτής ήταν να διαπιστωθεί αν
υπάρχει σχέση του μεγέθους του κοιλιακού συστήματος του εγκεφάλου, όπως αυτό μετράται με δείκτες
στην αξονική τομογραφία, με την κλινική εικόνα ασθενών με υδροκέφαλο φυσιολογικής πιέσεως και με την
έκβαση μετά παροχετευτική επέμβαση του ΕΝΥ.
Αναζητήθηκε με αυτόν τον τρόπο η ύπαρξη προγνωστικής αξίας της μετρήσεως των αξονοτομογραφικών δεικτών σε ασθενείς με κλινική διάγνωση
«υδρο κέφαλος φυσιολογικής πιέσεως» και υποψηφίους να υποβληθούν σε κοιλιοπεριτοναϊκή παροχέτευση ΕΝΥ, γνωστών όντων των δυσκολιών στην επιλογή των ασθενών που θα βελτιωθούν μετά από μια
τέτοια επέμβαση.
Μελετήθηκαν οι περιπτώσεις 40 τέτοιων ασθενών.
Προεγχειρητικά εκτιμήθηκαν για κάθε ένα από τα
χαρακτηριστικά συμπτώματα (διαταραχές μνήμης,
βάδισης, ουρήσεως) ενώ μετεγχειρητικά για το απο-
τέλεσμα της παροχετεύσεως και κατατάχθηκαν σε
κατηγορίες. Σε κάθε περίπτωση από τις ανωτέρω μογραφικές απεικονίσεις του εγκεφάλου: ο δείκτης
αποστάσεως τρίτης κοιλίας-σχισμής του Sylvius, οι
δείκτες των μετωπιαίων κεράτων των πλαγίων κοιλιών,
οι δείκτες εγκεφάλου-κοιλιακού συστήματος και ο
δείκτης ελίκων φλοιού. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε
η ανάλυση μεταβλητότητας κατά μια διεύθυνση σαν
στατιστική μέθοδος για την διερεύνηση της επιδράσεως των ανωτέρω δεικτών στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ομάδας των ασθενών (συμπτώματα πριν
και έκβαση μετά την παροχέτευση).
Από την μελέτη των αποτελεσμάτων προέκυψε σαν
κύριο συμπέρασμα ότι το μέγεθος του κοιλιακού συστήματος, όπως αυτό υπολογίζεται με τους ανωτέρω
δείκτες στην αξονική τομογραφία, σχετίζεται με την
συμπτωματολογία στον υδροκέφαλο φυσιολογικής
πιέσεως αλλά δεν αποτελεί προγνωστικό κριτήριο για
την έκβαση των παροχετευτικών επεμβάσεων.