Είναι γνωστό ότι το υψηλότερο επίπεδο οστικής μάζας επιτυγχάνεται στους άντρες και στις γυναίκες κατά
την ενηλικίωση, με επίδραση των ορμονών του φύλου.
Κύριος σκοπός της μελέτης αυτής ήταν να διερευνήσει το ρόλο της άσκησης ως μέσο δευτερογενούς πρόληψης της οστεοπόρωσης και των τραυματισμών που προκαλούνται λόγω αυτής, εξετάζοντας την επίδρασή της
αφενός στην οστική μάζα και αφετέρου στη φυσική κατάσταση γυναικών μέσης και τρίτης ηλικίας.
Πληθυσμός-Μέθοδος: 30 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες 55-65 ετών, που δεν είχαν λάβει στο παρελθόν
θεραπεία για οστεοπόρωση χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Μετρήθηκαν το ύψος και το βάρος. Προσδιορίστηκε
ο δείκτης μάζας σώματος, η αναλογία περιφερειών μέσης-ισχίων και το άθροισμα τεσσάρων δερματοπτυχών
(τρικέφαλου, υποπλατίου, υπερλαγονίου και μηρού). Οι δύο ομάδες υποβλήθηκαν σε έλεγχο οστικής πυκνότητας με τη μέθοδο μέτρησης απορρόφησης ακτίνων Χ διπλής ενέργειας. Η πειραματική ομάδα υποβλήθηκε σε
συστηματικό πρόγραμμα επιβλεπόμενης άσκησης, διάρκειας έξι μηνών, τέσσερις φορές την εβδομάδα. (Δυο
συνεδρίες με βάρη και δυο αερόβιας άσκησης εβδομαδιαία).
Οι γυναίκες της ομάδας ελέγχου δεν ασκήθηκαν. Όλες οι γυναίκες ελάμβαναν 1000 mg ασβεστίου και 800
I.U. βιταμίνης D ημερησίως ώστε να εξασφαλιστεί διαιτητική επάρκεια. Με την ολοκλήρωση των προγραμμάτων
άσκησης οι γυναίκες μετρήθηκαν ως προς την οστική μάζα στο ίδιο εργαστήριο και αξιολογήθηκαν ως προς το
t-score που πέτυχαν. Επίσης αξιολογήθηκαν ως προς το χρόνο άσκησης στη δοκιμασία κόπωσης, την ευκαμψία
και τη μυϊκή δύναμη.
Κατά τη στατιστική ανάλυση, υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των περισσοτέρων παραγό-
ντων που μετρήθηκαν πριν και μετά την ολοκλήρωση των 6 μηνών άσκησης μεταξύ πειραματικής ομάδας και
ελέγχου.
Συμπέρασμα: Η άσκηση είναι ο καλύτερος τρόπος διατήρησης της φυσικής κατάστασης και έμμεσα της
πρόληψης των τραυματισμών στη μέση και τρίτη ηλικία. Η επίδρασή της στην οστική μάζα δεν έχει ακόμα
διευκρινιστεί επαρκώς. Χρειάζονται αρκετές μελέτες για να διαπιστωθεί εάν μπορεί να χρησιμεύσει ως μέσο
δευτερογενούς πρόληψης.
The highest level of bone mass is considered to
be achieved in both males and females during adulthood
under the effect of sex hormones.
The main aim of this study is to examine the role
of exercise as a mean of secondary prevention of
osteoporosis and related injuries by studying its effect
on bone mass and the physical condition of middle
and third age females.
Population-Method: A sample of 30 healthy postmenopause
females aged 55-65, which had never
received osteoporosis treatment, were divided into two
groups. Height and weight were measured, the body
mass index was determined, the waist-hip analogy
was measured and the sum of four skin folds was
taken (triceps, infrascapular, suprailiac and thigh).
The two groups underwent a bone density check
with the method of double energy X-rays absorption.
The study group underwent a systematic six-month
program of supervised exercise, four times a week.
(Two weight-lift sessions and two aerobics sessions
per week).
The females in the control group did not take any
exercise. All women received 1000mg of calcium and
800 I.U of vitamin D daily so as to ensure dietary sufficiency.
Upon completion of the exercise programs
the women were measured for bone mass in the same
laboratory and were evaluated for t-score achieved.
They were also evaluated for exercise time in the cardiac
tolerance test, flexibility and muscle strength.
In the statistic analysis there were significant statistic
differences among almost all factors measured before
and after the exercise in the study group and among
some of them in the control group as well.
Conclusion: Exercise is the best way to maintain
physical condition indirectly to prevent injuries in the third age. Its effect on bone mass has not been
established yet. We need more studies to determine
whether it can be useful as a secondary prevention
method.