Υπόβαθρο: Στην εποχή µας διατυπώνεται όλο και περισσότερο το αίτηµα για καλύτερη
ενηµέρωση των ασθενών από το προσωπικό υγείας, µε σκοπό την βελτίωση της συµµετοχής
τους στην αντιµετώπιση των προβληµάτων υγείας που τους απασχολούν. Παράλληλα όµως
διαπιστώνεται µια σηµαντική ανεπάρκεια πληροφόρησης από την πλευρά του
ιατρονοσηλευτικού προσωπικού, που µπορεί να οφείλεται είτε στην έλλειψη κατάλληλης
εκπαίδευσης είτε σε άλλους παράγοντες. Η αξιολόγηση του βαθµού ενηµέρωσης σε έναν
πληθυσµό κρίνεται απαραίτητη για την καλύτερη κατανόηση της τρέχουσας κατάστασης και
την διατύπωση προτάσεων για βελτίωση του υγειονοµικού µας συστήµατος. Σκοπός: Θελήσαµε να εξετάσουµε τις εντυπώσεις Ελλήνων ασθενών για την ποιότητα της
ενηµέρωσης που είχαν για τα προβλήµατα της υγείας τους από το ιατρονοσηλευτικό
προσωπικό και από άλλες πηγές, καθώς και τον βαθµό ικανοποίησής τους από την
ενηµέρωση αυτή.
Μέθοδος: 181 ασθενείς (91 νοσηλευόµενοι και 90 ασθενείς εξωτερικών ιατρείων) σε έξη
διαφορετικούς χώρους (νοσοκοµεία και κέντρα υγείας) συµπλήρωσαν ένα ανώνυµο,
δοµηµένο ερωτηµατολόγιο που εξέταζε τις πηγές πληροφόρησης, την επάρκεια του χρόνου
ενηµέρωσης και τον βαθµό ικανοποίησης των ασθενών από την ενηµέρωση αυτή. Αποτελέσµατα Το 78% των ασθενών δήλωσε ότι είχε λάβει πληροφορίες για τη θεραπεία
της νόσου, ενώ τα ποσοστά για την αιτία, τις αναγκαίες εξετάσεις και τη µελλοντική πορεία
της νόσου ήταν περίπου 50%. Μόνο 8,8% δήλωσε ότι είχε ενηµερωθεί για όλα αυτά τα
στοιχεία. Το 40% των ασθενών θεώρησε ότι ο χρόνος ενηµέρωσης ήταν ανεπαρκής ήοριακός. Κύρια πηγή ενηµέρωσης ήταν ο γιατρός, νοσοκοµειακός (71%) ή οικογενειακός
(37,5%). Το 49,7% των ασθενών ανέφερε ότι συχνά ή αρκετά συχνά σκέφθηκε να αλλάξει
θεράποντα ιατρό λόγω κακής συνεργασίας ή ελλιπούς ενηµέρωσης. Το 64% πιστεύει ότι σε
περίπτωση σοβαρής νόσου ο ιατρός θα πρέπει να ενηµερώσει πρώτα τον ασθενή (µε ή χωρίς
την οικογένεια) και µόνο 2,2% πιστεύουν ότι πρέπει να ενηµερωθεί µόνο η οικογένεια, χωρίς
συµµετοχή του ασθενούς. Επίσης οι ασθενείς στην πλειοψηφία τους επιθυµούν να
συµµετέχουν στη λήψη αποφάσεων για θέµατα υγείας που τους αφορούν. Το 77,9% των
ασθενών εκδηλώνει προτίµηση για την προφορική πληροφόρηση, µε ή χωρίς συνοδά µέσα
(π.χ. έντυπα). Συµπεράσµατα: Ο πληθυσµός της µελέτης φάνηκε να έχει λάβει µια µέτριου επιπέδου
ενηµέρωση από το ιατρικό προσωπικό. Ο βαθµός ικανοποίησης από την πληροφόρηση ήταν
πολλές φορές δυσανάλογα χαµηλός σε σχέση µε τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες του.
Πολλές φορές οι ασθενείς θα ήθελαν από τον ιατρό τους να τους διαθέσει περισσότερο
χρόνο, καθώς και νέες µορφές ενηµέρωσης πέρα από την συνήθη προφορική καθοδήγηση.
Κύρια πηγή ενηµέρωσης είναι ο γιατρός, και σ’ αυτόν ανήκει το µεγαλύτερο µερίδιο της
ευθύνης για την ικανοποίηση των αναγκών αυτών. Η συµµετοχή της οικογένειας στην
θεραπευτική διαδικασία δεν παύει να υπάρχει, αλλά διαφαίνεται η επιθυµία των ασθενών να
συµµετέχουν περισσότερο στη λήψη αποφάσεων για την υγεία τους και στη θεραπευτική
διαδικασία.
Background: Nowadays, there is a growing patient demand for better provision of information by healthcare staff, which will enable them to participate more fully in the management of their health problems. However, there appears to be a major inadequacy in the provision of information by the healthcare staff which may be due to lack of appropriate training or other factors. An evaluation of the quality of information in a given population will allow us to understand better the current situation and to offer suggestions for the improvement of our healthcare system.
Study Aim: We aimed to study the impressions of Greek patients regarding the information they had received on their health problems from healthcare staff and from other sources, as well as their degree of satisfaction with the provision of this information.
Method: 181 patients (91 inpatients and 90 outpatients) in six different settings (hospitals and health centers) completed an anonymous, structured questionnaire about sources of information, adequacy of time for the provision of information, and the degree of satisfaction derived from this information.
Results: 78% of the patients stated that they received information on the treatment of their illness; the corresponding figures for information on the cause, the necessary medical investigations and the future course of their illness were around 50%. Only 8.8% stated that they had been informed about all these aspects. 40% of the patients felt that the time allowed for information was insufficient or borderline. The main source of information was either the hospital doctor (71%) or the family doctor (37.5%). 49.7% of the patients reported that they often or fairly often considered changing doctor due to poor cooperation or insufficient information. 64% believed that in case of a severe illness the doctor should inform the patient first (with or without the family) and only 2.2% believed that only the family should be informed, without knowledge of the patient. In addition, the majority of the patients expressed the wish to participate in decisions on health issues which concern them. 77.9% of the patients expressed a preference for oral information with or without additional resources (e.g. leaflets).
Conclusions: The study population seemed to have received a moderate amount of information by the medical staff. In many cases their degree of satisfaction with the information received was disproportionately low compared with their demands and expectations. In many cases the patients would like their doctor to spend more time with them and to offer additional forms of information in addition to the usual oral guidance. The doctor is the main source of information, and he/she bears the main responsibility to satisfy these needs. There is continuing participation of the family in the treatment process; however, the patients' need for more involvement in decision-making regarding their health and in the treatment process is also obvious.