Οι αντιαιμοπεταλιακοί παράγοντες, ασπιρίνη και κλοπιδογρέλη, κατέχουν
σημαντική θέση στην αντιμετώπιση και πρόληψη των καρδιοαγγειακών επεισοδίων.
Η ασπιρίνη αναστέλλει την εξαρτώμενη από την κυκλοοξυγενάση αιμοπεταλιακή
λειτουργία, ενώ η κλοπιδογρέλη αποτελεί αναστολέα του υποδοχέα της
διφωσφορικής αδενοσίνης, P2Y12.
Διάφοροι κλινικοί και γενετικοί παράγοντες εμπλέκονται στην πρόκληση της
αντίστασης στην αγωγή, που συχνά επηρεάζει την κλινική έκβαση. Επί του παρόντος,
η απουσία προτυποποιημένων εργαστηριακών δοκιμασιών εκτίμησης της
αντιαιμοπεταλιακής αγωγής περιορίζει την αξιολόγηση των ερευνητικών δεδομένων
και τη συσχέτιση των εργαστηριακών ευρημάτων με το κλινικό αποτέλεσμα.
Η αντιμετώπιση του φαινόμενου της αντίστασης περιλαμβάνει τη βελτίωση
της συμμόρφωσης του ασθενούς, την αύξηση της δόσης των φαρμάκων και το
συνδυασμό αντιαιμοπεταλιακών παραγόντων. Νεότεροι αναστολείς του υποδοχέα
P2Y12, της θρομβίνης, της θρομβοξάνης και της αιμοπεταλιακής γλυκοπρωτεΐνης
GPIIb/IIIa βρίσκονται σε διάφορα στάδια έρευνας.
Η παρούσα ανασκόπηση εξετάζει την κλινική σημασία της αντίστασης,
παρουσιάζει τις διαθέσιμες λειτουργικές δοκιμασίες των αιμοπεταλίων, περιγράφει
τους περιορισμούς στη χρήση τους και τις εναλλακτικές επιλογές αντιμετώπισης του
φαινομένου.