Η έκβαση αναπτυξιακών διαταραχών όπως η ΔΕΠ-Υ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το είδος των αλληλεπιδράσεων που θα αναπτυχθούν ανάμεσα στο παιδί και τους γονείς του. Σκοπός της παρούσας εισήγησης είναι να καταδείξει ότι οι σχέσεις του παιδιού με ΔΕΠ-Υ με τους γονείς του επηρεάζεται σημαντικά από την αίσθηση αυτο-αποτελεσματικότητας των τελευταίων σχετικά με το χειρισμό της συμπεριφοράς και των δυσκολιών του παιδιού. Έχουμε πραγματοποιήσει μια σειρά ερευνών τόσο με κοινοτικό δείγμα, με την παρουσίαση «σεναρίων» που περιγράφουν παιδιά με ΔΕΠ-Υ, όσο και με κλινικό δείγμα, αποτελούμενο από μητέρες παιδιών προσχολικής και σχολικής ηλικίας στα οποία έχει δοθεί αυτή η διάγνωση. Οι κλίμακες “AD/HD Parenting Efficacy in Behaviour Management Scale” και “Strengths and Difficulties Questionnaire” ήταν από τα βασικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν. Διαπιστώνεται ότι η αίσθηση αυτο-αποτελεσματικότητας των γονέων είναι αρκετά χαμηλή μπροστά σε ένα παιδί με ΔΕΠ-Υ και αυτό αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν την απόφαση για αναζήτηση βοήθειας από τον ειδικό. Επίσης, το φύλο του παιδιού επηρεάζει σημαντικά την αίσθηση αυτο-αποτελεσματικότητας των γονέων αφού δηλώνουν πιο ικανοί να χειριστούν τη συμπεριφορά των κοριτσιών με ΔΕΠ-Υ σε σχέση με τα αγόρια ακόμη και όταν αυτή είναι παρόμοια. Τέλος, διαπιστώνεται ότι όσο λιγότερο ικανοί αισθάνονται οι γονείς να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες του παιδιού με ΔΕΠ-Υ, τόσο πιο σοβαρές τις αξιολογούν. Συμπερασματικά, συζητείται η αναγκαιότητα της τροποποίησης των αντιλήψεων των γονέων ως προς την ικανότητά τους να χειριστούν τη συμπεριφορά του παιδιού με ΔΕΠ-Υ στα πλαίσια ενός θεραπευτικού προγράμματος βασισμένο στη γνωσιακή-συμπεριφορική προσέγγιση.