Ως διαφορά δέλτα ορίζεται η διαφορά του τρέχοντος αποτελέσματος μιας εξέτασης του ασθενούς από το αμέσως προηγούμενο αποτέλεσμα στην ίδια εξέταση. Όταν δεν υπάρχουν αναλυτικά, προαναλυτικά ή μετααναλυτικά σφάλματα οι διαφορές δέλτα κυμαίνονται μέσα σε συγκεκριμένα όρια και κατά συνέπεια μπορούν να αξιοποιηθούν ως μια εναλλα - κτική μέθοδος ποιότητας που βασίζεται εξ ολοκλήρου στα αποτελέσματα των ασθενών. η χρήση των διαφορών δέλτα ως μεθόδου ποιότητας έγινε πρακτικά εφικτή μόλις τα τελευταία χρόνια με την πρόοδο της επιστήμης της πληροφορικής. Ένα τέτοιο λογισμικό χρησιμοποιείται και στο εργαστήριό μας και εντοπίζει έγκαιρα εργαστηριακά σφάλματα διαφόρων ειδών. Παραμένει όμως το ερώτημα σχετικά με το ποια είναι τα καταλληλότερα όρια ελέγχου των διαφορών δέλτα, έτσι ώστε οι διαφορές που ξεφεύγουν από τα συνήθη όρια της βιολογικής διακύμανσης να αντιστοιχούν σε πραγματικό σφάλμα ή σε κάποιο γεγονός που αξίζει να διερευνηθεί. Στην παρούσα εργασία ερευνήθηκε η δυνατότητα ανί - χνευσης εργαστηριακών σφαλμάτων με εφαρμογή διαφορετικών τρόπων υπολογισμού των διαφορών δέλτα, αλλά και διαφορετικών ορίων ελέγχου υπολογισμένων με θεωρητική ή στατιστική μέθοδο. Αποδείχθηκε ότι τα στατιστικά όρια ελέγχου που υπολογίζονται μέσα στο εργαστήριο είναι πολύ πιο αξιόπιστα από τα όρια που υπολογίζονται θεωρητικά (με βάση τη βιολογική και αναλυτική διακύμανση της εξέτασης). Τα στατιστικά όρια είναι εξειδικευμένα για κάθε εξέταση και εξαρτώνται από τον αναλυτή, την αναλυτική μέθοδο καθώς και το προφίλ των ασθενών.