Περίληψη:Τα θαλασσινά βρίσκονται μεταξύ των οκτώ μεγάλων ομάδων των αλλεργιογόνων που πιστεύεται ότι ευθύνονται για περισσότερο από το 90% του συνόλου των τροφικών αλλεργιών. Η παρβαλβουμίνη, μία χαμηλού μοριακού βάρους (12kDa) θερμικά σταθερή πρωτεΐνη, που δεσμεύει το ασβέστιο, αντιπροσωπεύει το κύριο αλλεργιογόνο στα ψάρια. Η υψηλή ομολογία σε αλληλουχίες αμινοξέων και οι διασταυρούμενες αντιδραστικότητες των αντισωμάτων έχουν αποδειχθεί για τις παρβαλβουμίνες σε διάφορα είδη ψαριών. Η παρβαλβουμίνη είναι εξαιρετικά πλούσια στους μυς του ψαριού, όπου παίζει ένα σημαντικό ρόλο στο εκτυλιγμένο μόριο DΝΑ. Οι λευκοί μύες περιέχουν γενικά περισσότερη παρβαλβουμίνη από τους σκούρους μυς, γεγονός που καθιστά τους τελευταίους πολύ λιγότερο αλλεργιογόνους. Ο σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να προσδιοριστεί ποσοτικά το αλλεργιογόνο γονίδιο της παρβαλβουμίνης σε διάφορα είδη θαλασσινών, χρησιμοποιώντας την μέθοδο PCR πραγματικού χρόνου. Δείγματα από 25 είδη ψαριών, μαλακίων και μαλακοστράκων που συνήθως καταναλώνονται στην περιοχή της Μεσογείου συμπεριλήφθηκαν στην έρευνα. Το DNA εκχυλίστηκε χρησιμοποιώντας το εμπορικό κιτ BIOO SCIENTIFIC, μετά από ελαφρά τροποποίηση της διαδικασίας που περιγράφεται από τους κατασκευαστές. Η ενίσχυση του γονιδίου παρβαλβουμίνης με την PCR πραγματικού χρόνου διεξήχθη σύμφωνα με τη μελέτη του Min Sun et al. (2009), με κάποια τροποποίηση. Δεκαέξι από τα 25 είδη που εξετάστηκαν έδωσαν θετική ενίσχυση. Τα θετικά δείγματα, συμπεριλαμβανομένων των ψαριών (σκουμπρί, σαυρίδι, σαργός, μπαρμπούνι, λυθρίνι, μελανούρι, τσιπούρα, φαγκρί, λαβράκι, προσφυγάκι, γαύρος, σαρδέλα) και των κεφαλόποδων (σουπιά, μοσχοχτάποδο) επέδειξαν σε μεγάλο βαθμό μεταβλητά όρια, με διαφορά 12 κύκλων, παρόλο που χρησιμοποιήθηκαν ίσες ποσότητες DNA στην ενίσχυση PCR. Η τσιπούρα (Sparus aurata), η σαρδέλα (Sardina pilhardus) και το μπαρμπούνι (Mullus sumuletus) έδωσαν την μικρότερη τιμή (23,00) κατώτατου ορίου του κύκλου (Ct), ενώ η μαρίδα (Spicara smaris) και το μελανούρι (Oblada melanura) έδωσαν την υψηλότερη τιμή Ct (35,00), υποδεικνύοντας ότι ο αριθμός των αντιγράφων του γονιδίου της παρβαλβουμίνης που κωδικοποιείται ποικίλλει σε διάφορα είδη ψαριών. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι αλλεργικές αντιδράσεις στα τρόφιμα είναι ιδιαίτερα ατομικές. Για μερικούς ασθενείς με υπερευαισθησία, ακόμη και ίχνη μπορούν να επιφέρουν απειλητικές για τη ζωή αλλεργικές αντιδράσεις.
Abstract:The aim of this study was to quantify the parvalbumin allergen gene in various types of seafood, using real time PCR. Freshly harvested specimens from 25 species of finfish, molluscs and crustacean shellfish commonly consumed in the Mediterranean region, were included in the investigation. DNA was extracted from the samples using a commercial kit and the parvalbumin gene was amplified by real time PCR. Sixteen out of the 25 species examined yielded positive amplification. Positive samples, including several species of fish (Atlantic mackerel, horse mackerel, sheepshead, red mullet, sandsmelt, pandora, saddled sea bream, gilthead sea bream, red sea bream, European sea bass, blue whiting, anchovy, sardine) and cephalopods (cuttlefish, musky octopus), exhibited largely variable thresholds, differing by as much as 12 cycles, even though equal amounts of DNA were used in PCR amplification. Gilthead sea bream (Sparus aurata), sardine (Sardina pilhardus) and red mullet (Mullus sumuletus) gave the lowest mean threshold cycle (Ct) value (23.00), while picarel (Spicara smaris) and saddled sea bream (Oblada melanura) gave the highest mean Ct value (35.00), indicating that the copy number of gene-coded parvalbumin varied in different fish species. Allergic reactions to food are known to be highly individual. For some hypersensitive patients, even trace amounts can bring about life-threatening allergic reactions. The assay proved to be a potential tool for the detection and label management of fish allergens in food.