Όνομα Περιοδικού:Εφαρμοσμένη Κλινική Μικροβιολογία και Εργαστηριακή Διαγνωστική
Η µεγάλη πρόοδος των αυτόµατων αναλυτών τα τελευταία 30 χρόνια συνδυάστηκε µε την ανάπτυξη στατιστικών µεθόδων ελέγχου για την επίτευξη καλής επαναληψιµότητας και τον περιορισµό τυχαίων και συστηµατικών σφαλµάτων. Πολλές µέθοδοι ελέγχου της επαναληψιµότητας (εσωτερικός έλεγχος ποιότητας) µεταφέρθηκαν από την χηµική βιοµηχανία στα εργαστήρια κλινικής χηµείας. Αυτή που επικράτησε ήταν η µέθοδος των Αµερικανών χηµικών Levey και Jennings που βασίζονταν στις ιδιότητες της κατανοµής Gauss που εµφανίζουν οι τιµές των δειγµάτων ελέγχου.
Στην ιστορία της κλινικής χηµείας δοκιµάστηκαν και άλλες µέθοδοι εσωτερικού ελέγχου ποιότητας οι οποίες βασίζονταν στην δηµιουργία συσσωρευτικών αθροισµάτων (Cusum) των διαφορών των ηµερήσιων τιµών ελέγχου από την µέση τιµή-στόχο των ορίων. Υπάρχουν δύο βασικές παραλλαγές Cusum το Tabular Cusum και το Decision Limit Cusum. Και οι δύο µέθοδοι είναι ιδιαίτερα αποτελεσµατικές για την ανίχνευση µικρών συστηµατικών σφαλµάτων που πολλές φορές περνάνε απαρατήρητα στο διάγραµµα Levey-Jennings.
Πρώτο µέληµα των χρηστών των µεθόδων Cusum είναι να ορίσουν την τιµή πέρα από την οποία η εξέταση θα θεωρείται «εκτός ορίων». Η τιµή αυτή (συµβολίζεται µ1) επιλέγεται να έχει κλινική σηµασία και απέχει συγκεκριµένο αριθµό τυπικών αποκλίσεων από την µέση τιµή-στόχο της µεθόδου. Από την τιµή µ1 υπολογίζεται ο συντελεστής Κ ο οποίος µε διαφορετικό τρόπο στις δύο µεθόδους Tabular και Decision Limit επηρεάζει την έναρξη και τον υπολογισµό του συσσωρευτικού αθροίσµατος. Επιπλέον από την τιµή Κ και µε την εφαρµογή ειδικών στατιστικών αναλύσεων υπολογίζονται τα όρια των µεθόδων (συµβολίζονται Η). Η παραβίαση του Η αποκαλύπτει το συστηµατικό σφάλµα της εξέτασης. Πιο ενδιαφέρον διάγραµµα Cusum θεωρείται το Decision Limit Cusum επειδή µπορεί να συνδυαστεί µε το Levey-Jennings.